Απάντηση στο άρθρο με τίτλο «Το φάντασμα του Μνημονίου και η εθνική κυριαρχία»
(Αντίγραφο της απάντησης)
Διάβασα με προσοχή το άρθρο (Καθημερινή 12-6-2011) του συναδέλφου, από άλλο επιστημονικό πεδίο, Αντώνη Μανιτάκη και παραθέτω στην συνέχεια τα σχόλια μου. Δεν θα χρησιμοποιήσω νομικά επιχειρήματα –αναγκαστικά- λόγω του διαφορετικού επιστημονικού πεδίου μου. Υπάρχουν άλλοι πιο σχετικοί να το κάνουν.
Δύο είναι τα βασικά επιχειρήματα του κ. Μανιτάκη. Το πρώτο, που είναι το ότι δεν είναι πρωτοφανής μια τέτοια ρήτρα παραίτησης του Δημοσίου από “τις αποκαλούμενες -κακώς- «ασυλίες εθνικής κυριαρχίας»”, δεν απαντά επί της ουσίας, αν δηλαδή αυτή είναι επικίνδυνη και επιζήμια για το Ελληνικό κράτος, αλλά και τι συνέπειες μπορεί αυτή να έχει σε όλα τα πιθανά σενάρια εξελίξεων. Και είναι αυτό που κύρια μας ενδιαφέρει και όχι το αν είναι πρωτοφανές ή όχι. Όσο δε για το επιχείρημα ότι τον όρο αυτό τον συναντάμε “και στις εκδόσεις των κρατικών ομολόγων με τη βοήθεια των οποίων αντλήσαμε εκατοντάδες δισεκατομμύρια” αδυνατώ να αποδεχθώ τη συλλογιστική αυτή, με το δεδομένο της αποδοχής και από τον κ.Μανιτάκη ότι η πρακτική αυτή εφαρμόσθηκε
σε πράξεις που μας οδήγησαν στην υπερχρέωση και στα πρόθυρα της χρεοκοπίας (βλέπε, “…οδηγηθήκαμε στην υπερχρέωση και στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.”)
Επιπλέον η διαπίστωση ότι “Ωστόσο, οι δεσμεύσεις αυτές του ελληνικού κράτους απέναντι στους δανειστές του δεν έφταναν μέχρι την παραίτησή του από αρμοδιότητες κυριαρχίας.” δεν μπορεί να είναι καθησυχαστική καθώς το γεγονός ότι σε μια άλλη περίπτωση δεν έφταναν δεν αποτελεί απόδειξη πως δεν φτάνουν και στην συγκεκριμένη περίπτωση. Δημιουργείται η αίσθηση πως ο συνάδελφος περισσότερο ασχολείται με την “ανάλογη δέσμευση” στις εκδόσεις κρατικών ομολόγων, που δεν ξέρω πόσο ανάλογη είναι, παρά με την συγκεκριμένη δέσμευση για την οποία ο λόγος.
Το δεύτερο επιχείρημα με αφήνει κυριολεκτικά άφωνο.
“Δεύτερον, διά του λόγου το ασφαλές και για να δείξω πόσο συνήθης είναι η παραίτηση του Δημοσίου από τα «περιουσιακά» προνόμιά του, επικαλούμαι πρόσφατη Υπουργική Απόφαση επί κυβερνήσεως Ν. Δ.”
Αναρωτιέμαι αν με βάση αυτή την συλλογιστική περιμένουμε να βγούμε από το πρωτοφανές αδιέξοδο. Αλήθεια πόσες πρακτικές και νοοτροπίες, πρακτικές και νοοτροπίες που οδήγησαν τη χώρα στην “υπερχρέωση και στα πρόθυρα της χρεοκοπίας” (‘όπως παραδέχεται και ο κ. Μανιτάκης) και εφαρμόστηκαν από τις Κυβερνήσεις Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ μπορούμε να ανασύρουμε από το χρονοντούλαπο της νεώτερης ιστορίας; Και αποτελεί αυτό Νομικό –αναγκαστικά- επιχείρημα; Αν ναι! Ίσως είναι και ένας λόγος να πειστώ ακόμη παραπάνω για την ευθύνη του Νομικού συστήματος της Πολιτείας για τη σημερινή κατάσταση της χώρας. Γιατί ένας απλά σκεπτόμενος πολίτης δεν αξιοποιεί ως επιχείρημα ορθότητας μιας πράξης σήμερα, το γεγονός ότι αυτό αποτελούσε μια συνήθη πρακτική των Κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. όταν είναι αυτές οι συνήθεις πρακτικές που οδήγησαν τη χώρα στην “υπερχρέωση και στα πρόθυρα της χρεοκοπίας” (‘όπως παραδέχεται και ο κ. Μανιτάκης).
Όσο για την προτροπή του κ. Μανιτάκη, “ας ηρεμήσουμε και ας σοβαρευτούμε” δεν μπορώ να την υιοθετήσω γιατί απλά τα επιχειρήματα του δεν με έπεισαν. Μήπως αυτή μας η “ηρεμία και σοβαρότητα” μας τόσα χρόνια ευθύνονται για την σημερινή κατάσταση; Μια επιχειρηματολογία για την ορθότητα μιας πράξης που χρησιμοποιεί ως κύρια επιχειρήματα το μη πρωτοφανές και το σύνηθες σε μια Ελληνική πραγματικότητα όπου αυτές οι μη πρωτοφανείς και συνήθεις πρακτικές οδήγησαν την χώρα εδώ, είναι εκ βάσεως αποτυχημένη.
Το επιχείρημα για την πρόκληση τρόμου “με την επίκληση φανταστικών εθνικών κινδύνων” θα το σχολιάσω μόνο αντιπαραθέτοντας τις πολλές δηλώσεις των Ελληνικών Κυβερνήσεων για εθνικούς κινδύνους. Ίσως και σε αυτό το θέμα οι εκάστοτε Κυβερνόντες να μας κοροϊδεύουν!
Όσο για το αβίαστο συμπέρασμα “Ας καταλάβουμε ότι δεν πρόκειται να πτωχεύσουμε ούτε να εξέλθουμε από τα ευρώ, διότι θα πληγεί ανεπανόρθωτα το ίδιο και δεν το θέλουν ούτε οι εταίροι μας.”, αδυνατώ να φτάσω σε αυτό διαβάζοντας τα επιχειρήματα που παρουσιάζονται στο εν λόγο κείμενο.
Τέλος για την παρομοίωση του κατασκευάσματος μας ως “δικτυακού κόμβου επικοινωνίας” ο σχετικός επιστημονικός κλάδος λέει πως ένας κόμβος δεν φτάνει να έχει το χαρακτηριστικό της επικοινωνίας με τους άλλους κόμβους (βασικό και απαραίτητο βέβαια), αλλά το σημαντικότερο είναι να έχει τους δικούς του καλά προσδιορισμένους στόχους, τη δική του στρατηγική, την αξιοπιστία, και ένα σύνολο από άλλα χαρακτηριστικά που σήμερα δυστυχώς λείπουν από το δικό μας “κατασκεύασμα”. Και η ευθύνη για αυτό είναι οι “μη πρωτοφανείς” και οι “συνήθεις” πρακτικές που εφάρμοζαν για χρόνια τώρα οι Κυβερνόντες εσωτερικά σε αυτόν τον κόμβο. Επιπλέον είναι γνωστό ότι ο κύριος λόγο που ο κόμβος μας βρίσκεται σήμερα στην κατάσταση αυτή δεν είναι η “ακολουθούμενη ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική της δημοσιονομικής αυστηρότητας και των μέτρων λιτότητας” (όπως υπονοεί ο κ. Μανιτάκης), αλλά η δική μας οικονομική πολιτική της δημοσιονομικής χαλαρότητας (για να χρησιμοποιήσω ήπιο όρο) και του άκρατου καταναλωτισμού που οι Κυβερνώντες επέτρεψαν, αν όχι επέβαλαν. Το γεγονός ότι ο δικός μας κόμβος βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση οφείλεται κύρια σε εσωτερικές πρακτικές και νοοτροπίες του κόμβου, που κατάλληλα αποκρύφτηκαν τόσα χρόνια από τους υπόλοιπους κόμβους. Και για αυτό δεν έφταιγαν κύρια οι μηχανισμοί επικοινωνίας αλλά ένα σύνολο από εσωτερικοί λόγοι που πολύ καλά όλοι μας σήμερα γνωρίζουμε. Σε αυτούς τους λόγους οφείλουμε σήμερα να εστιάσουμε, αλλά όχι με την ηρεμία και σοβαρότητα με την οποία το κάναμε τόσα χρόνια. Το μοντέλο αυτό έχει παταγωδώς αποτύχει.
*Κλεάνθης Θραμπουλίδης, Καθηγητής Μηχανιστικής Λογισμικού, Πανεπιστήμιο Πάτρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου