Τετάρτη 3 Ιουλίου 2019

Η διάλυση τής Βουλής τής 20ής Σεπτεμβρίου 2015

1. Ο θεσμός τής διαλύσεως τής Βουλής, πρό τής λήξεως τής θητείας της, γέννημα καί θρέμμα τού αγγλικού πολιτεύματος*, άν καί έλκει τήν καταγωγή του από μοναρχικές αντιλήψεις, έχει ενοφθαλμισθεί επιτυχώς στό αντιπροσωπευτικό καί, κατά λογικήν ακολουθία, κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβερνήσεως, τού οποίου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος τού μηχανισμού τής λειτουργίας του, ενώ συγχρόνως  καταφάσκει απολύτως τήν λαϊκή κυριαρχία, καθ’ όσον διασφαλίζει τήν ομαλή εναλλαγή τών ασκούντων τήν πολιτική εξουσία, αφού συνδυάζεται απαραιτήτως μέ τήν ταυτόχρονη προκήρυξη γενικών βουλευτικών εκλογών.

2. Όλα τά ελληνικά Συντάγματα, πλήν εκείνων τής επαναστατικής περιόδου, αναγνωρίζουν καί θεσμοθετούν τήν διάλυση τής Βουλής, κατά μέν τό γράμμα τους, ως δικαίωμα, άν καί όχιπροσωποπαγές, τού ανωτάτου άρχοντος, κατ’ εξοχήν όμως κυβερνητικό, μέ λελογισμένη, κατά τό πνεύμα τους, άσκησή του**, ώστε νά μήν αλλοιούται (νοθεύεται) ο δημοκρατικός χαρακτήρας τού πολιτεύματος, ούτε νά διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία του.
Υπ’ αυτό τό νόημα, η διάλυση τής Βουλής συμβιβάζεται απολύτως πρός τήν δημοκρατικήν αρχή τού πολιτεύματος, καθό αποτελούσα εγγύηση σεβασμού τής λαϊκής κυριαρχίας, επί τής οποίας αυτό τό πολίτευμα θεμελιούται (άρθρ. 1 παρ. 2 Σ). Τούτο δέ διότι έτσι αποκαθίσταται καί διασφαλίζεται τυχόν διασαλευθείσα ισορροπία καί αρμονία μεταξύ τού λαϊκού φρονήματος καί τού πολιτικού προσανατολισμού τής πλειοψηφίας τής Βουλής, άνευ τών οποίων (ισορροπίας καί αρμονίας) η, καταυγάζουσα τό κοινοβουλευτικό σύστημα, αρχή τής δεδηλωμένης στερείται ουσιαστικού περιεχομένου.

3. Η αντίληψη αυτή περί τής αναγκαιότητος υπάρξεως εμπέδου, ισορρόπου καί εναρμονίου σχέσεως μεταξύ εκλογικού σώματος καί εθνικής αντιπροσωπείας, έχουσα αβιάστως συγκαταλεχθεί μεταξύ τών συνθηκών τού πολιτεύματος, ως αυτόθροος συνέπεια τής λαϊκής κυριαρχίας, εκρίθη άξιον, επ’ ευκαιρία τής συνταγματικής αναθεωρήσεως η οποία ωδήγησε στό Σ 1975, νά περιβληθεί τό ένδημα τού θετικού συνταγματικού κανόνος δικαίου· αυτόν τού άρθρου 41 παρ. 1 τού Σ τούτου, πού παρείχε ρητώς στόν ΠτΔ τήν ευχέρεια τής διαλύσεως τής Βουλής εάν αυτή «ευρίσκετο εν προφανεί δυσαρμονία πρός τό λαϊκόν αίσθημα». Καί ναί μέν η συνταγματική αναθεώρηση τού 1986 απήλειψε τήν δυνατότητα αυτή, όμως «διόλου δέν πέθαναν γι’ αυτό» όσα η δυνατότης αυτή προΰπέθετε καί συνεπήγετο: τήν σύμπτωση, δηλαδή, τής εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας μέ τίς πολιτικές προτιμήσεις καί επιλογές τού εκλογικού σώματος, αναγκαίου όρου, άνευ τού οποίου δέν μπορεί νά γίνεται λόγος περί πολιτεύματος θεμελιουμένου επί τής λαϊκής κυριαρχίας, όπως, ως ήδη ελέχθη, αξιοί τό άρθρ. 1 παρ. 2 Σ. 

4. Πέντε λεπτά πρίν από μεσάνυκτα τής 26ης Μαΐου 2019 ο πρωθυπουργός παρεδέχθη τήν σαρωτική ήττα τού ιδίου καί τού κομματός του κατά τίς διεξαχθείσες τήν ημέρα εκείνη ευρωεκλογές, ειπών ότι δέν μπορούσε νά αγνοήσει τό αποτέλεσμά τους, τό οποίο εχαρακτήρισε μή αντάξιο τών πρσδοκιών του. Γιά νά παραδεχθεί ευθύς αμέσως ότι τό αποτέλεσμα αυτό «δίνει στήν αντιπολίτευση τό δικαίωμα νά αμφισβητήσει τήν δημοκρατική του νομιμοποίηση», καί νά ανακοινώσει ότι «αμέσως*** μετά τόν δεύτερο γύρο τών αυτοδιοικητικών εκλογών θά ζητούσε από τόν ΠτΔ τήν άμεση προκήρυξη εθνικών εκλογών». Διά τών δηλώσεών του αυτών ο πρωθυπουργός συνωμολόγησε κατ’ ουσίαν τήν ύπαρξη διαστάσεως βουλήσεως μεταξύ εκλογικού σώματος καί Βουλής, γεγονός τό οποίο καθίστα αυτοδικαίως τήν κυβέρνησή του κυβέρνηση μειοφηφίας, ανεξαρτήτως άν τυπικώς ετύγχανεν ακόμη τής εμπιστοσύνης τής Βουλής. Γιά τόν απλούστατο λόγο ότι η Βουλή αυτή δέν εξέφραζε πλέον τό λαϊκόν αίσθημα.

5. Τούτων ούτως εχόντων, ο πρωθυπουργός, εάν δέν εστερείτο πολιτικής ευαισθησίας καί δημοκρατικής συνεπείας, μία υποχρέωση είχε: νά υποβάλει αμελλητί τήν παραίτηση τής κυβερνήσεώς, οπότε ο ΠτΔ θά τήν απήλλασσε τών καθηκόντων της σύμφωνα μέ τό άρθρ. 38 παρ. 1 εδ. α’ Σ. Εν τοιαύτη ομως περιπτώσει καί δεδομένου ότι ο πρωθυπουργός ήτο αρχηγός κόμματος διαθέτοντος τήν απόλυτη πλειοψηφία τού συνόλου τών βουλευτών έδει νά εφαρμοσθεί αναλόγως η διάταξη τού άρθρου 37 παρ. 3 εδ. γ’ Σ. Νά ανατεθεί δηλαδή ο σχηματισμός κυβερνήσεως τής ευρυτέρας δυνατής αποδοχής πρός διενέργεια εκλογών στόν Πρόεδρο ενός εκ τών τριών ανωτάτων Δικαστηρίων τής Χώρας καί νά διαλυθεί η Βουλή. Αντ’ αυτού εμεθοδεύθη, συνευδοκήσαντος τού ΠτΔ, η προσφυγή στήν διαδικασία τού άρθρου 41 παρ. 2 Σ, πού προβλέπει τήν διάλυση τής Βουλής κατόπιν προτάσεως τής εχούσης λάβει ψήφο εμπιστοσύνης γιά τήν ανανέωση τής λαϊκής εντολής προκειμένου νά αντιμετωπισθεί εξαιρετικής σημασίας εθνικό θέμα. Ως τέτοιο δέ εφευρέθη η αποτροπή κινδύνων «γιά τήν ομαλή πορεία τής εθνικής οικονομίας» εκ τής διαμορφωθείσης «από τήν ημέρα τών ευρωπαϊκών εκλογών... παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου», πού «μπορεί νά εγκυμονεί κινδύνους γιά τήν ομαλή πορεία τής εθνικής οικονομίας». Θέμα ψευδεπίγραφο φυσικά καί διαδικασία προσχηματική. Τούτη μέν (η διαδικασία δηλαδή), διότι η κυβέρνηση είχε μέν τύποις τήν εμπιστοσύνη τής Βουλής, αλλά Βουλής εστερημένης πλέον δημοκρατικής νομιμοποιήσεως καί άρα απογυμνωμένης από τής συστοίχου λαϊκής εντολής. Εκείνο δέ (τό θέμα δηλαδή), διότι από τήν ημέρα τών ευρωπαϊκών εκλογών διόλου δέν διεμορφώθη συνθήκη παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου -αυτή είχε διαμορφωθεί από πολύ ενωρίτερα- ως παραπλανητικώς ισχυρίσθη, κατά τήν προσφιλή του τακτική, ο πρωθυπουργός, αλλά κλίμα αμέσου προσφυγής στήν λαϊκή ετυμηγορία γιά τήν ανάδειξη νέας Βουλής, ώστε νά αρθεί πάραυτα η εκ τού αποτελέσματος τών ευρωπαϊκών αυτών εκλογών διαπιστωθείσα δυσαρμονία μεταξύ τής συνθέσεως τής προλαβούσης Βουλής καί τών πολιτικών καί κομματικών προτιμήσεων τού εκλογικού σώματος.

6. Είναι, ως εκ τούτου, πλέον ή προφανές, ότι η πρόταση τού πρωθυπουργού περί διαλύσεως τής Βουλής καί διεξαγωγής εκλογών κατ´ εφαρμογήν τού άρθρου 41 παρ. 2 Σ, τήν οποία ασμένως απεδέχθη, ως μή ώφελε, ο ΠτΔ, δέν υπηγορεύθη εκ λόγων προστασίας τής εθνικής οικονομίας, τόσον άλλωστε δεινοπαθησάσης στά χέρια τού ιδίου (τού πρωθυπουργού) καί τών συνεργατών του, αλλ’ υπήρξε αποκύημα ιδιοτελούς σκοπιμότητος, αποβλεψάσης στήν ικανοποίηση τής αρχομανίας του, διά τής όσο τό δυνατόν περαιτέρω παραμονής του στήν εξουσία -μέ τήν σκέψη καί μόνον τής απωλείας τής οποίας, είναι ηλίου φαεινότερον ότι, αδυνατεί νά συμβιβασθεί- παρά τό γεγονός ότι αυτός καί η κυβέρνησή του έχουν χάσει κάθε ίχνος δημοκρατικής νομιμοποιήσεως. Καί τούτο διότι έτσι θά είχε ίσως τήν ψευδαίσθηση ή, γιατί όχι, μιάν ακόμη αυταπάτη, ότι μπορεί καί νά επηρεάσει τήν πορεία πρός τίς εκλογές, ή καί αυτό τούτο τό αποτέλεσμα τους. Ό μή γένοιτο!


Γεώργιος Χρ. Καραμέρος
Δικηγόρος Πατρών ———————- * Αναγνωριζομένου γενικώς ως εμμέσου πηγής καί τού παρ’ ημίν ισχύοντος συνταγματικού δικαίου. ** Διά διατάγματος προσυπογεγραμμένου πάντοτε υφ’ όλων τών μελών τού υπουργικού συμβουλίου (άρθρα 30 παρ. 1 Σ 1844, 37 παρ. 1 Σ 1864, 37 παρ. 1 Σ 1911 καί 37 εδ. β’ Σ 1952). Αποκλίνουσαν ρύθμιση εθέσπισε τό Σ 1927 τό άρθρ. 79 τού οποίου αφ´ ενός μέν απένεμε στόν ΠτΔ όχι τό δικαίωμα αλλά τήν δυνατότητα νά διαλύει τήν Βουλή, κι αυτό «μετά σύμφωνον απόφασιν τής Γερουσίας», αφ’ ετέρου δέ ανεγνώριζε τόν θεσμό τής αυτοδιαλύσεως τής Βουλής. Γιά τό Σ 1975 βλ κατωτ. *** Τό «αμέσως» αυτό είχε, ως γνωστόν, διάρκεια μιάς εβδομάδος!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου